γρεγολεβάντες

γρεγολεβάντες
ο
(λ. βενετ.), άνεμος που φυσά Α ως ΒΑ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γραιγολεβάντης — ο βλ. γρεγολεβάντες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”